- Περσίδων
- ΠερσίςPersisfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περσίδων — πέρσις sacking fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
Άτοσσα — Όνομα Περσίδων, που αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα. 1. Κόρη του Κύρου, αδελφή και σύζυγος του Καμβύση, και κατόπιν του Ψευδοσμέρδη και του Δαρείου του Υστάσπους. Από τον τελευταίο απέκτησε γιο, τον Ξέρξη, που ηττήθηκε στη ναυμαχία της Σαλαμίνος … Dictionary of Greek